ασφαραγώ

ασφαραγώ
ἀσφαραγῶ (-έω) (Α)
(για οπλισμένους άνδρες) προκαλώ μεταλλικό ήχο με τα όπλα μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. το ρ. ασφαραγώ < α-(προθεματικό) + *σφαραγώ, με παρετυμολογική επίδραση του ρ. σμαραγώ «ηχώ, κροτώ, θορυβώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”